Αρχική Σελίδα Ενδιαφέρουν... Zωή Μπέλλα.Λόγος περί κατακλείδας και κεφαλοκλειδώματος

Zωή Μπέλλα.Λόγος περί κατακλείδας και κεφαλοκλειδώματος

E-mail Εκτύπωση

Ζωή Μπέλλα

Λόγος περί κατακλείδας και κεφαλοκλειδώματος

Η ανακοίνωση της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Φιλολόγων για το μάθημα της φετινής Έκθεσης των Γενικών Λυκείων συντέθηκε από ομάδα επτά φιλολόγων- ανάμεσα σ’ αυτούς και η υπογράφουσα – και το δηλώνω αναλαμβάνοντας και εγώ την ευθύνη που μου αναλογεί. Επτά φιλόλογοι, λοιπόν, συμφωνήσαμε ότι στη 2η παράγραφο, «ενώ είναι σαφείς η θεματική πρόταση και οι λεπτομέρειες/σχόλια, υπάρχει δυσκολία στον εντοπισμό της κατακλείδας: η φράση “Το σημαντικό […] προχωρεί”, λόγω του γενικευτικού της χαρακτήρα, πρέπει να θεωρηθεί κατακλείδα. Ωστόσο, μετά από αυτήν προστίθεται η περίοδος “Εξάλλου […] Αφρική”, η οποία συνδέεται λογικά με τα σχόλια που προηγούνται της κατακλείδας» (βλ. ανακοίνωση της ΠΕΦ). Σύμφωνα με τις οδηγίες της ΚΕΓΕ, όμως, η παράγραφος δεν έχει κατακλείδα. Όλες οι προτάσεις θεωρούνται σχόλια. Επτά (7) φιλόλογοι, λοιπόν, με τουλάχιστον 200 συνολικά χρόνια εκπαιδευτικής εμπειρίας, κάναμε ένα τέτοιο «χοντρό» λάθος! Δεν διακρίναμε ότι η 2η παράγραφος του διασκευασμένου κειμένου δεν έχει κατακλείδα! Ότι όλες οι προτάσεις είναι σχόλια, έχουν δηλαδή μερικό χαρακτήρα. Πράγματι έτσι είναι στο βαθμό που την πρόταση «Το σημαντικό […] προχωρεί» την εξαρτούμε νοηματικά απολύτως από τον Γουτεμβέργιο και το «τυπωμένο βιβλίο», οπότε θεωρούμε αυτή την «επανάσταση» μόνο «τυπογραφική», κι όχι και «ψηφιακή». Όμως, η περίοδος που ακολουθεί, και η οποία αναφέρεται εξίσου στο «ψηφιακό» και στο «τυπογραφικό χάσμα του δυτικού κόσμου με την Αφρική», υποβάλλει την ιδέα ότι ο γράφων, μ’ ένα ιδιόρρυθμο, δημοσιογραφικό ίσως, όχι λογικά αυστηρό δηλαδή, συλλογισμό, καταλήγει στη γενίκευση (την οποία, μάλιστα, εισάγει με ένα «Εξάλλου» και επεκτείνει με μια διευκρίνιση-παρότρυνση: «πρέπει να σκεφθούν») ότι, τόσο με το παραδοσιακό βιβλίο όσο και με την ηλεκτρονική τεχνολογία, «η επανάσταση έγινε» και άρα είναι «υπαρκτός» ο «εκδημοκρατισμός της γνώσης», θέση με την οποία ξεκίνησε το άρθρο και την οποία διευρύνει στη συνέχεια. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι το μυαλό τού αναγνώστη μπορεί και με αυτόν τον τρόπο να συλλάβει τη συλλογιστική πορεία του κειμένου; Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η εκφορά της επίμαχης πρότασης (κρίσης) δεν απέβλεπε ακριβώς και στη γενίκευση; Ποιος μπορεί να αρνηθεί, το σπουδαιότερο, ότι σε αυτή την πρόταση εδράζεται το ίδιο το μήνυμα ολόκληρου του κειμένου! Άλλωστε, οι μαθητές στο βιβλίο της ΄Εκφρασης-Έκθεσης Β΄ Λυκείου διδάσκονται ότι «Η περίοδος-κατακλείδα περιλαμβάνει το συμπέρασμα […] ή μια γενική παρατήρηση» (ό.π., σ. 131). Γιατί, λοιπόν, να μη σκεφθούν και με τον ανωτέρω τρόπο; Επτά (7) φιλόλογοι, πάντως, έτσι σκεφθήκαμε. Ίσως να κάναμε λάθος! Τα κείμενα, όμως, κατά τον Eco –και αυτό διδάσκουμε συνεχώς στους μαθητές μας–, είναι «ανοιχτά» στους αναγνώστες για να τα ερμηνεύουν σύμφωνα με τις δικές τους προσλαμβάνουσες, αρκεί, βεβαίως, να μην αυθαιρετούν. Η παρουσίαση της ανωτέρω συλλογιστικής αυτό το σκοπό έχει: να προβληματίσει κυρίως τους φιλολόγους και μάλιστα τους διορθωτές των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων, να σκεφθούν ότι υπάρχει πιθανόν και αυτή η «ανάγνωση», και ίσως να μην έχει προκύψει επιπόλαια – τουναντίον! Όμως, θέλω να επεκτείνω τον προβληματισμό μου περισσότερο. Προσωπικά, δεν νιώθω να κλονίζομαι επιστημονικά από το «πιθανό λάθος»: η υποκειμενικότητα του λόγου και η αλλαγή της οπτικής γωνίας είναι κάτι που συναντούμε διαρκώς στα κείμενα και στις αναγνώσεις (και ευτυχώς!)• νιώθω να κλονίζομαι, για μια ακόμη φορά στη μακρόχρονη εκπαιδευτική μου πορεία, η θ ι κ ά! Πώς είναι δυνατόν να κρίνουμε τους μαθητές μας με τόσο ρευστά κριτήρια, και από τι απίθανες λεπτομέρειες εξαρτούμε το μέλλον τους! Πόσο τυποποιούμε φαινόμενα απίθανης μερικότητας και εγκλωβίζουμε τη σκέψη και τον ψυχισμό των παιδιών! Γιατί είναι άλλο πράγμα να διδάξεις σ’ ένα παιδί πώς να σκέφτεται και να εκφράζεται τυπικά ορθά και άλλο να του ζητάς να χρησιμοποιήσει ένα πολύ συγκεκριμένο «εργαλείο» (όπως είναι επί του προκειμένου η «δομή» της παραγράφου, με ή χωρίς τυπική κατακλείδα), και να αδρανοποιήσει πολύτιμες αντιληπτικές του δεξιότητες ως επαρκούς ομιλητή (χρήστη) της γλώσσας (όπως ελπίζω να έκανα σαφές), για να χαρακτηρίσει μηχανικά (και πολύ πιθανόν εσφαλμένα) κάθε είδος λόγου. Αυτό κι αν είναι κεφαλοκλείδωμα… Ε, ας το πάρουμε απόφαση: όλα τα εργαλεία δεν είναι για όλες τις χρήσεις! Και η βίαιη χρήση μερικών καταστρέφει τη «δουλειά»... Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για χαλαρά κείμενα, όπως είναι τα δημοσιογραφικά άρθρα – και, από μιαν άποψη, καλά κάνουν. Θέλετε ένα άλλο άμεσο και επίκαιρο παράδειγμα; Το άρθρο της Μ. Τζιαντζή που δόθηκε την ίδια μέρα στους υποψήφιους των Εσπερινών Λυκείων: Η συγκεκριμένη αρθρογράφος σίγουρα θα κοβόταν στις πανελλήνιες εξετάσεις! Για τον απλούστατο λόγο ότι η πρώτη παράγραφος του άρθρου της δεν έχει καμία οφθαλμοφανώς συμβατή και συμβατική συνοχή! Ξεκινάει με (ας χρησιμοποιήσω διδακτικούς όρους) τη θεματική πρόταση: «Δεν έχω ακούσει πιο θλιβερή φράση από το “Έχω χρόνο και δεν έχω άνθρωπο να μιλήσω”», την οποία αμέσως επεξηγεί: «δηλαδή έχω στο κινητό μου δωρεάν χρόνο ομιλίας, που πρέπει να τον εξαντλήσω». Όχι, δεν προκύπτει «λογικά» από την πρώτη σκέψη η συγκεκριμένη επεξήγηση, γιατί πρόθεση της αρθρογράφου είναι μάλλον ο αιφνιδιασμός. Η πρώτη περίοδος προϊδεάζει ότι στο κείμενό της θα αναπτύξει το ζήτημα της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου και καθόλου το ζήτημα του δωρεάν και ανεξάντλητου χρόνου ομιλίας («μονάδων» κάποιου συμβολαίου κινητής τηλεφωνίας). Αλλά αυτά έχει ο δημοσιογραφικός λόγος: είναι ελλειπτικός, καθημερινός, συχνά πρόχειρος, βεβιασμένα «πνευματώδης» και οπωσδήποτε όχι συνεπής προς το αναφορικό επίπεδο που διδάσκουμε ως δοκιμιακά έγκυρο – όπως εδώ (και ας με συγχωρεί η καλή αρθρογράφος, ελπίζω να αντιλαμβάνεται το πνεύμα μου). Είναι μια από τις αιτίες που ο λόγος αυτός, καλώς ή κακώς, δεν ακολουθεί πάντα τα τυπικά σχήματα της «λογικής», ούτε τις μεθόδους οργάνωσης του γραπτού κειμένου όπου εστιάζει η διδασκαλία στο σχολείο. Είναι, βεβαίως, μια καλή άσκηση για τους μαθητές να μάθουν να διαβάζουν άρθρα του σημερινού Τύπου, να τα κατανοούν, να τα αποκωδικοποιούν και να τα κρίνουν. Εκείνο που δεν επιτρέπεται είναι, για τις ανάγκες ενός διαγωνίσματος, και μάλιστα σε επίπεδο πανελλήνιων εξετάσεων, να «τεντώνουμε» αυτά τα κείμενα για να τα κάνουμε να μοιάζουν σαν να βγήκαν από κρυμμένο συρτάρι του Παπανούτσου! Και κάτι ακόμη – ένα ερώτημα: Γιατί στο άρθρο του Π. Μανδραβέλη, από τη φράση «Ζούμε ένα κύμα εκδημοκρατισμού της γνώσης, γεωγραφικά και ταξικά» παραλείφθηκε ο προσδιορισμός «γεωγραφικά και ταξικά»; Μα πάνω σ’ αυτή την τοποθέτηση στηρίζεται όλη η υπόλοιπη ανάπτυξη! Επιτέλους, «πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά!».